κολωνείᾳ

κολωνείᾳ
κολωνείᾱͅ , κολωνεία
colonia
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολωνεία — κολωνεία, ή (Α) ρωμαϊκή αποικιακή πόλη, κολωνία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. colonia] …   Dictionary of Greek

  • κολωνείας — κολωνείᾱς , κολωνεία colonia fem acc pl κολωνείᾱς , κολωνεία colonia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολωνείαι — κολωνείᾱͅ , κολωνεία colonia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκολωνεία — μητροκολωνεία, ἡ (Α) (για την Παλμύρα) αποικιακή μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κολωνεία «αποικία»] …   Dictionary of Greek

  • Γαβράς — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, που ήταν γνωστή ήδη από τον 11ο αι. Τα μέλη της αναδείχτηκαν σημαντικοί στρατηγοί έως και τον 13o αι. Μεταγενέστερα εμφανίζονται με το ίδιο επώνυμο αξιόλογοι λόγιοι και συγγραφείς. Η καταγωγή εκείνων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”